- στρογγυλοκέφαλος
- -η, -ο, Ν(το αρσ. πληθ.) οι στρογγυλοκέφαλοιυβριστικός χαρακτηρισμός τών οπαδών τού κοινοβουλευτικού κόμματος στην Αγγλία, κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου τής περιόδου 1642-1651 και μετέπειτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.